-
1 дисциплина
дисциплина ж 1) η πειθαρ χία соблюдать \дисциплинау τηρώ την πειθαρχία 2) (учебный предмет ) το μάθημα ο κλά δος (отрасль науки)* * *ж1) η πειθαρχίαсоблюда́ть дисципли́ну — τηρώ την πειθαρχία
2) ( учебный предмет) το μάθημα; ο κλάδος ( отрасль науки) -
2 соблюдать
соблюдать τηρώ· \соблюдать чистоту διατηρώ την καθαριότητα* \соблюдать дисциплину τηρώ την πειαρχία* * *соблюда́ть чистоту́ — διατηρώ την καθαριότητα
соблюда́ть дисципли́ну — τηρώ την πειθαρχία
-
3 блюсти
блюду, -дешь; παρλθ. χρ. блюл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. τηρώ•блюсти дисциплину труда τηρώ την εργατική πειθαρχία•
блюсти порядок τηρώ την τάξη•
блюсти законы τηρώ τους νόμους.
2. επιβλέπω, επιτηρώ.1. τηρούμαι.2. επιβλέπομαι, επιτηρούμαι. -
4 соблюдать
соблю||да́тьнесов τηρώ:\соблюдать закон τηρώ τό νόμο· \соблюдать порядок (дисциплину) τηρώ τήν τάξη (τήν πειθαρχία)· \соблюдать диету κάνω δίαιτα.
См. также в других словарях:
ατακτώ — και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, έω) [άτακτος] κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. κάνω παράβαση 2. στασιάζω μσν. 1. βρίσκομαι σε αταξία 2. αυθαιρετώ αρχ. 1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία 2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή … Dictionary of Greek
πειθαρχώ — πειθαρχῶ, έω, ΝΑ [πείθαρχος] υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.) (για πλοία) είμαι… … Dictionary of Greek
ευτακτώ — (ΑΜ εὐτακτῶ, έω) [εύτακτος] είμαι εύτακτος, συμπεριφέρομαι με τάξη και πειθαρχία μσν. αρχ. τηρώ στη ζωή την πρέπουσα τάξη, είμαι εγκρατής αρχ. (για στρατιώτες) πειθαρχώ, υπακούω 2. πληρώνω τακτικά τις οφειλές μου 3. επαναφέρω κάποιον στην τάξη 4 … Dictionary of Greek